φλάντζα

φλάντζα
η
(λ. ιταλ.), λεπτό φύλλο από μέταλλο, δέρμα, ελαστικό ή άλλη ύλη, το οποίο μπαίνει μεταξύ τμημάτων μηχανής που εφάπτονται, για εξασφάλιση στεγανότητας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φλάντζα — Εξάρτημα στεγανότητας που εφαρμόζεται μεταξύ μεταλλικών επιφανειών ώστε να εμποδίζεται η διαρροή των ρευστών. Λέγεται και παρέβυσμα. Για φ. χρησιμοποιούνται διάφορα ευκολοπροσάρμοστα υλικά, ανάλογα με τις πιέσεις και τις θερμοκρασίες λειτουργίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”