- φλάντζα
- η(λ. ιταλ.), λεπτό φύλλο από μέταλλο, δέρμα, ελαστικό ή άλλη ύλη, το οποίο μπαίνει μεταξύ τμημάτων μηχανής που εφάπτονται, για εξασφάλιση στεγανότητας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.